Γρήγορη μετάβαση

    Ανάλυση οθονών/φωτογραφιών και εκτυπώσεις

    monitor01_sliced.png

    Ανάλυση – Τι είναι και πως επηρεάζει την οθόνη, τις φωτογραφίες και τις εκτυπώσεις μας.

    Το άρθρο αυτό γράφτηκε για να βοηθήσει τους αρχάριους χρήστες των υπολογιστών και των ψηφιακών φωτογραφικών μηχανών, να εξοικειωθούν με την ανάλυση και να καταλάβουν το ρόλο που αυτή παίζει στα ψηφιακά μέσα. Ακόμα και έμπειροι χρήστες όμως μπορούν να αποκομίσουν κάτι από αυτό, ιδιαίτερα από την τελευταία ενότητα που αναφέρεται στις εκτυπώσεις…

    Ανάλυση οθόνης

    Γενικά την ανάλυση την εκφράζουμε σαν αριθμό στηλών που απαρτίζουν το πλάτος W(επί) τoν αριθμό των γραμμών που απαρτίζουν το ύψος H(WxH, π.χ. 800×600). Η τομή μιας γραμμής με μία στήλη αποτελούν το εικονοστοιχείο (pixel), που είναι και η ελάχιστη οπτική πληροφορία την οποία μπορούμε να χρωματίσουμε μοναδικά στις οθόνες μας. Είναι σαν ένα πολύ μικρό χρωματισμένο τετραγωνάκι.

    pixel1.jpg

    Ας πούμε ότι στην οθόνη μας έχουμε ανάλυση 1024×768. Αυτό σημαίνει ότι η οθόνη μας έχει χωριστεί σε 1024 στήλες και 768 γραμμές. Μία οριζόντια γραμμή πλάτους 1 εικονοστοιχείου αποτελείται από 1024 (εικονοστοιχεία) και μία κάθετη γραμμή αποτελείται από 768. Χρωματίζοντας κατάλληλα τα εικονοστοιχεία αυτά, η οθόνη μας συνθέτει το γραφικό περιβάλλον που βλέπουμε στον υπολογιστή μας. Επειδή η σχέση πλάτους/ύψους των οθονών του υπολογιστή είναι 4/3*, την ίδια αντιστοιχία διατηρούν και οι αναλύσεις που μπορούμε να εφαρμόσουμε. Για παράδειγμα στην ανάλυση 1024×768 είναι 768 = 1024 * 3/4. Διαφορετικά τα εικονοστοιχεία δεν θα είχαν τετράγωνο σχήμα δημιουργώντας προβλήματα απεικόνισης.

    * Πλέον είναι πολύ δημοφιλείς και οι wide οθόνες για υπολογιστή με αναλογία 16/10. Συνηθισμένες αναλύσεις σε αυτές τις οθόνες είναι οι 1280×800, 1440×900 και 1680×1050.

    Το πραγματικό μέγεθος των εικονοστοιχείων δεν είναι σταθερό. Αν δηλαδή εφαρμόσουμε ανάλυση 1024×768 σε μία οθόνη 17 ιντσών και σε μία οθόνη 15 ιντσών τότε τα γραφικά στην οθόνη των 15 ιντσών θα φαίνονται μικρότερα. Αυτό συμβαίνει γιατί σε μικρότερη επιφάνεια πρέπει να εμφανισθεί ο ίδιος αριθμός εικονοστοιχείων. Κάτι τέτοιο έχει ως αποτέλεσμα μικρότερο μέγεθος στα εικονοστοιχεία.

    17-15.jpg

    Αν τώρα χρησιμοποιήσουμε μεγαλύτερη ανάλυση στην ίδια οθόνη, τότε αποκτάμε περισσότερο χώρο εμφάνισης αλλά μικρότερα γραφικά. Για να χωρέσουν περισσότερα εικονοστοιχεία στην ίδια επιφάνεια, αναγκαστικά μειώνεται το μέγεθός τους. Το πραγματικό μέγεθος των αντικειμένων που βλέπουμε στην οθόνη μας είναι σταθερό. Για παράδειγμα ένα εικονίδιο έχει μέγεθος 30×30 εικονοστοιχεία. Αφού τα εικονοστοιχεία μίκρυναν σε μέγεθος είναι επόμενο να βλέπουμε μικρότερο και το αντικείμενο. Εμφανίζοντας όμως μικρότερα τα αντικείμενα έχουμε τη δυνατότητα να βλέπουμε περισσότερα στον ίδιο χώρο. Κατά κάποιο τρόπο, μεγαλώνουμε δηλαδή την επιφάνεια εργασίας. Συμπερασματικά θα λέγαμε, ότι για δεδομένο μέγεθος οθόνης, μεγαλύτερη ανάλυση σημαίνει μεγαλύτερη επιφάνια εργασίας αλλά και μικρότερα αντικείμενα. Επειδή μία εικόνα είναι χίλιες λέξεις δείτε την παρακάτω :

    various-res1.jpg

    Παρατηρήστε ότι σε μικρές αναλύσεις δεν εμφανίζονται όλα τα περιεχόμενα του παραθύρου. Δείτε επίσης ότι τα εικονίδια εμφανίζονται όλo και μικρότερα όσο μεγαλώνει η ανάλυση.

    Οι μεγάλες αναλύσεις μας βοηθάνε να εργαστούμε πιο άνετα, αφού μπορούμε να δούμε περισσότερα πράγματα στην οθόνη μας χωρίς να σκρολάρουμε πάνω-κάτω ή δεξιά-αριστερά. Ωστόσο, για κάθε μέγεθος οθόνης, υπάρχει και μία ιδανική ανάλυση, που αποτελεί την χρυσή τομή ανάμεσα στο μέγεθος των απεικονιζόμενων γραφικών και του χώρου εργασίας. Στις οθόνες 15, 17 και 19 ιντσών οι συνηθέστερες αναλύσεις είναι 800×600, 1024×768 και 1280×960 αντίστοιχα. Οι αναλύσεις αυτές θεωρούνται οι ελάχιστες για το κάθε μέγεθος οθόνης. Μπορούμε να ανεβάσουμε την ανάλυση της οθόνης μας, συνήθως όμως, πρέπει να κάνουμε και κάποιες επιπλέον επεμβάσεις για να μπορούμε να δουλέψουμε πιο άνετα. Για παράδειγμα αν θέλουμε σε μία οθόνη 15 ιντσών να βάλουμε ανάλυση 1024×768, θα ήταν καλό να θέσουμε και μεγάλη γραμματοσειρά για τα γράμματα (large fonts). Σε διαφορετική περίπτωση τα γράμματα θα φαίνονται πολύ μικρά και θα μας κουράζουν στο διάβασμα.

    Επίσης να αναφέρω ότι στις επίπεδες οθόνες που κυκλοφορούν σχεδόν αποκλειστικά πλέον, καλό είναι να εφαρμόζουμε την φυσική (native) ανάλυση της οθόνης η οποία και πρέπει να αναγράφεται στο εγχειρίδιό της, ώστε να έχουμε την καλύτερη δυνατή ποιότητα απεικόνισης.

    Εκτός από την ανάλυση μπορεί να έχετε ακούσει και για το βάθος χρώματος. Όπως είπαμε, κάθε εικονοστοιχείο μπορεί να χρωματιστεί διαφορετικά. Το πλήθος των χρωμάτων από το οποίο μπορούμε να επιλέξουμε για ένα εικονοστοιχείο καλείται βάθος χρώματος. Συνήθεις τιμές είναι τα 256 (8bit*), 65536(16bit) και 16,7 εκατομμύρια (24bit) χρώματα. Τα 24bit αναφέρονται και σαν «πραγματικό χρώμα» (true color)** γιατί θεωρείται ότι το ανθρώπινο μάτι δεν δύναται να ξεχωρίσει περισσότερες διαβαθμίσεις.

    * Το bit, είναι η ελάχιστη μονάδα πληροφορίας στους υπολογιστές. Κάθε bit μπορεί να πάρει δύο τιμές, το 0 και το 1. Αυτό σημαίνει ότι αν δεσμεύσουμε 8bits για να αποθηκεύσουμε το χρώμα κάθε εικονοστοιχείου, τότε έχουμε 28 = 256 χρώματα (συνδυασμούς).

    ** Λόγω της προόδου της τεχνολογίας των υπολογιστών το βάθος χρώματος που επιτρέπουν σήμερα είναι 32 ή και περισσότερα bit. Πρόκειται όμως περισσότερο για πλεονασμό παρά για πραγματική ανάγκη για τόσο μεγάλο βάθος χρώματος).

    Για να αλλάξετε την ανάλυση της οθόνης σας κάντε δεξί κλίκ σε ένα ελεύθερο μέρος της επιφάνειας εργασίας και επιλέξτε «ιδιότητες» (properties). Στο παράθυρο που θα εμφανιστεί επιλέξτε την καρτέλα «ρυθμίσεις» (settings). Στο κάτω μέρος αυτής μπορείτε να θέσετε την ανάλυση που θέλετε αλλά και το βάθος χρώματος. Αν στην ίδια καρτέλα πατήσετε το πλήκτρο «για προχωρημένους» (advanced …), μπορείτε να θέσετε και το μέγεθος της γραμματοσειράς. Πατήστε «οκ» ή «εφαρμογή» για να εφαρμόσετε τις αλλαγές που κάνατε. Αν έχετε κάνει αλλαγές και στο μέγεθος της γραμματοσειράς ίσως χρειαστεί να κάνετε επανεκκίνηση τον υπολογιστή σας για να εφαρμοστούν.

    properties1.gif

    Σημείωση : Για την ποιότητα της απεικόνισης στην οθόνη μας, πολύ σημαντική, είναι η κάθετη συχνότητα σάρωσης. Κάθε μοντέλο οθόνης υποστηρίζει διαφορετικές συχνότητες για διαφορετικές αναλύσεις. Για να έχουμε σταθερή και ξεκούραστη εικόνα θα πρέπει για την ανάλυση που θα επιλέξουμε να έχουμε τουλάχιστον 85Ηz. Οι αντιστοιχίες των αναλύσεων και των μέγιστων συχνοτήτων, αναφέρονται στο εγχειρίδιο της οθόνης.

    Ψηφιακές εικόνες και ανάλυση

    Μία ψηφιακή εικόνα αποτελείται από εικονοστοιχεία. Οι διαστάσεις μιας φωτογραφίας εκφράζονται με τον ίδιο τρόπο που εκφράζεται και η ανάλυση μιας οθόνης. Δηλαδή σε αριθμό στηλών x αριθμό γραμμών που την αποτελούν. Αντίθετα με την ανάλυση των οθονών, εδώ δεν υφίσταται ο περιορισμός της σχέσης πλάτους / ύψους. Μπορούμε δηλαδή να έχουμε εικόνες με οποιοδήποτε αριθμό εικονοστοιχείων (π.χ. 512×500).

    Μία ψηφιακή φωτογραφία μπορεί να προκύψει είτε από μία ψηφιακή φωτογραφική μηχανή είτε από μία τυπωμένη φωτογραφία την οποία θα ψηφιοποιήσουμε με τη βοήθεια ενός σαρωτή. Και στις δύο περιπτώσεις τα αναλογικά δεδομένα πρέπει να ψηφιοποιηθούν. Δεν θα μπω σε τεχνικές λεπτομέρειες, απλά θα πω ότι το κάδρο που βλέπει ο φακός της μηχανής χωρίζεται σε πολύ μικρά κομματάκια (εικονοστοιχεία), για κάθε ένα από τα οποία αποθηκεύεται το χρώμα τους. Όπως καταλαβαίνεται, όσο περισσσότερα τα κομματάκια που χωρίζεται μία αναλογική εικόνα τόσο μεγαλύτερη ευκρίνεια αποκτά, αφού το μάτι, από κάποιο σημείο και έπειτα δεν είναι δυνατόν να δει ατέλειες. Τέτοιες ατέλειες είναι ιδιαίτερα ορατές σε καμπύλες και σε υφές.

    compare-qual.jpg

    Στην παραπάνω εικόνα φαίνονται δύο τμήματα που προέκυψαν από δύο φωτογραφίες. Η μία ανάλυσης 640×480 και η άλλη 2048×1536. Έτσι θα φαίνονταν το κομμάτι από την πρώτη αν το προβάλαμε στην οθόνη μας στο ίδιο μέγεθος με αυτό της δεύτερης. H διαφορά στην ποιότητα είναι νομίζω εμφανής.

    Οι διαστάσεις μιας φωτογραφίας παραμένουν σταθερές ανεξάρτητα από την ανάλυση που έχουμε στην οθόνη μας. Αν για παράδειγμα στην οθόνη μας έχουμε ανάλυση 800×600 και εμφανίσουμε στο πραγματικό της μέγεθος, μία εικόνα διαστάσεων 1024×768, τότε μόνο ένα τμήμα αυτής θα είναι κάθε φορά ορατό. Αντίστοιχα, αν εμφανίσουμε μία εικόνα 640×480 τότε θα υπάρχει κενός χώρος γύρω από την εικόνα.

    prov.jpg

    Φυσικά υπάρχουν προγράμματα που μας επιτρέπουν να δούμε τις εικόνες στο μέγεθος που εμείς θέλουμε. Προσέξτε όμως ότι το μέγεθος στο οποίο βλέπουμε μία φωτογραφία δεν αλλάζει τις πραγματικές διαστάσεις της. Για να πετύχουμε κάτι τέτοιο θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τη συγκεκριμένη λειτουργία ενός προγράμματος επεξεργασίας εικόνας. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται συνήθως resampling και γίνεται με ειδικούς αλγορίθμους.

    Επίσης όπως και στις οθόνες, οι φωτογραφίες έχουν και ένα συγκεκριμένο βάθος χρώματος. Οι κατηγορίες είναι ίδιες με αυτές των οθονών, δηλαδή 8, 16 ή 24bit. Ο συνδυασμός των διαστάσεων της φωτογραφίας και του βάθους χρώματος μπορεί να μας δώσει και το μέγεθος που καταλαμβάνει μία φωτογραφία στο σκληρό μας δίσκο. Αν για παράδειγμα έχουμε μία φωτογραφία 1600×1200 τότε σημαίνει ότι αποτελείται από 1600 x 1200 = 1 920 000 εικονοστοιχεία. Αν έχει και βάθος χρώματος 24bit τότε σημαίνει ότι για κάθε ένα από αυτά τα 1.92εκ. εικονοστοιχεία πρέπει να αποθηκεύσουμε 24bit πληροφορίας για το χρώμα τους. Δηλαδή πρέπει να χρησιμοποιήσουμε 1.920.000 x 24bits = 46.080.000 bits = 5.760.000 bytes = 5625kb = 5.5MB *. Το μέγεθος αυτό είναι σε ασυμπίεστη μορφή. Οι περισσότερες** ψηφιακές κάμερες χρησιμοποιούν κάποιους απωλεστικούς αλγορίθμους συμπίεσης με αποτέλεσμα τα αρχεία που παράγουν να είναι σημαντικά μικρότερα. Για παράδειγμα η ίδια φωτογραφία από μία ψηφιακή φωτογραφική μηχανή θα είχε μέγεθος περίπου 800kb με πολύ μικρή απώλεια ποιότητας.

    * Ένα byte είναι 8 bits, ένα kilobyte είναι 1024bytes και ένα MB είναι 1024kb.

    ** Υπάρχουν και μηχανές που δίνουν τη δυνατότητα αποθήκευσης των φωτογραφιών σε μη απωλεστικά φορμάτ αρχείων, όπως π.χ. tiff και raw.

    Η συνολική ποιότητα της φωτογραφίας δεν κρίνεται μόνο από την ανάλυση της αλλά και από τον βαθμό συμπίεσης που έχει υποστεί. Γενικά όμως όσο μεγαλύτερη ανάλυση τόσο καλύτερη ποιότητα και ευκρίνεια έχει μία φωτογραφία.

    Στις ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές οι αναλύσεις εκφράζονται σε MegaPixel (MP ή απλά Μ). Τα MP προκύπτουν αν κάνουμε τον πολλαπλασιασμό της ανάλυσης W x H. Π.χ. μία φωτογραφική μηχανή των 3.2M βγάζει φωτογραφίες ανάλυσης 2048×1536, γιατί 2048χ1536 = 3.145.728.

    Ανάλυση και εκτυπώσεις

    Πήρατε την καινούρια σας ψηφιακή και αφού τραβήξατε μερικές πανέμορφες φωτογραφίες είστε έτοιμοι να κάνετε τις πρώτες σας εκτυπώσεις. Σε τι μέγεθος όμως θα τις εκτυπώσετε; Μέχρι ποιο μέγεθος πρέπει να τις τυπώσετε ώστε να μην χάσετε σε ποιότητα;

    Για να γίνουν αυτά κατανοητά αρκεί να εισάγουμε ένα νέο όρο. Τα ppi ή αλλιώς pixels per inch (εικονοστοιχεία ανά ίντσα). Όταν εκτυπώνουμε μία φωτογραφία, τα ppi καθορίζουν πόσα εικονοστοιχεία από την εικόνα θα χρησιμοποιηθούν, για να εκτυπωθεί μία τετραγωνική ίντσα. Για να γίνει κατανοητό ας δούμε ένα παράδειγμα. Έστω ότι θέλουμε να τυπώσουμε μία φωτογραφία διαστάσεων 1600×1200 και βάλουμε 300ppi. Για να βρούμε τις διαστάσεις τις εκτυπούμενης φωτογραφίας σε ίντσες αρκεί να διαιρέσουμε το πλάτος και το ύψος με τον αριθμό των ppi. Δηλαδή η συγκεκριμένη φωτογραφία θα εκτυπωθεί σε διαστάσεις (1600 / 300 =) 5.33 x 4 ίντσες (= 1200 / 300). Αν θέλουμε να βρούμε τις διαστάσεις σε εκατοστά, αρκεί να πολλαπλασιάσουμε με το 2.54, άρα έχουμε 13.5 x 10.2 cm.

    Επικρατεί μία σύγχυση όσον αφορά στα ppi και τη σχέση τους με τα dpi. Με δυό λόγια, τα ppi είναι αυτά που καθορίζουν τελικά το μέγεθος της εκτύπωσης, Ανεξάρτητα από το πόσα dpi θα εκτυπώσει το εκτυπωτικό μηχάνημα. Ο αριθμός των dpi στα οποία πρέπει να εκτυπωθεί μία εικόνα για να αναπαραστήσει σωστά τα ppi που έχουν οριστεί, εξαρτάται κάθε φορά από την τεχνολογία εκτύπωσης.

    Τα 300ppi δεν τα επιλέξαμε τυχαία στο παραπάνω παράδειγμα. Στα 300ppi τυπώνουν τα φωτογραφεία και γενικά τόσα θεωρούνται ότι είναι υπεραρκετά για να μην έχει διαφορά η φωτογραφία με μία αντίστοιχη που εκτυπώθηκε από κλασσική μηχανή με φιλμ. Όπως βλέπουμε δηλαδή, μία ψηφιακή μηχανή των 2.1ΜP και πάνω, επαρκεί για να μας δώσει φωτογραφίες, που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τις κλασσικές. Ένα επίσης αποδεκτό όριο εκτύπωσης είναι τα 200ppi.

    Για να βλέπετε κάθε φορά το μέγεθος στο οποίο θα εκτυπωθεί η φωτογραφία σας μπορείτε να χρησιμοποιήσετε κάποιο από τα γνωστά προγράμματα επεξεργασίας εικόνας όπως το adobe photoshop ή το paint shop pro. Για το photoshop, πηγαίνετε στο μενού image->image size. Στο πλαίσιο διαλόγου που θα εμφανιστεί βεβαιωθείτε ότι δεν είναι τσεκαρισμένο το «resample image” και εκεί που λέει resolution βάλτε τα ppi στα οποία επιθυμείτε να εκτυπωθεί η φωτογραφία. Ακριβώς από πάνω, στα πεδία “width” και “height” εμφανίζονται οι διαστάσεις εκτύπωσης σε ίντσες. Με την κατάλληλη επιλογή βλέπετε τις διαστάσεις και σε εκατοστά. Η σχέση ppi και εκτυπούμενων διαστάσεων είναι αντιστρόφως ανάλογη. Δηλαδή όσο περισσότερα ppi τόσο μικρότερες διαστάσεις. Αντίθετα η σχέση ppi και ποιότητας είναι ανάλογη, που σημαίνει ότι όσο περισσότερα ppi τόσο καλύτερη ποιότητα. Γενικά πάντως να θυμάστε ότι δεν έχει νόημα να ξεπεράσετε τα 300 ppi στις εκτυπώσεις σας.

    Το μέγεθος εκτύπωσης μπορούμε να το ορίσουμε και με διάφορους άλλους τρόπους, όπως ας πούμε τους drivers του εκτυπωτή. Ο τρόπος με τα ppi όμως είναι ο πιο σωστός και μας δίνει πραγματικό έλεγχο στα χέρια μας. Λάβετε υπόψιν σας ότι για να κάνετε ποιοτικές εκτυπώσεις στο σπίτι σας δεν αρκεί μόνο να ορίσετε σωστά τα ppi. Το σημαντικότερο ρόλο παίζει η ποιότητα του χαρτιού στο οποίο θα εκτυπώσετε. Μην περιμένετε δηλαδή φωτογραφική ποιότητα τυπώνοντας σε απλό φωτοτυπικό χαρτί.

    Γιατί χρειαζόμαστε τελικά μεγάλες αναλύσεις;

    Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι για να βλέπουμε τις φωτογραφίες στον υπολογιστή μας ή να τις στέλνουμε σε φίλους με email τα 0.8 MP είναι αρκετά. Ακόμα και για εκτυπώσεις σε φωτογραφείο τα 2.1 ή ακόμα και τα 1.3 MP δίνουν πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα. Σε τι λοιπόν χρησιμεύουν οι μεγαλύτερες από 2.1MP αναλύσεις; Ιδού μερικοί λόγοι ύπαρξής τους :

    Από εικόνες μεγάλων αναλύσεων μπορούμε να παράγουμε μικρότερες που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από αυτές που θα έβγαιναν από μία μηχανή χαμηλής ανάλυσης. Αντίθετα από εικόνες μικρής ανάλυσης δεν μπορούμε να πάμε σε μεγαλύτερης χωρίς να χάσουμε σημαντικό μέρος από την ευκρίνεια και την ποιότητα της εικόνας. Αυτό συμβαίνει γιατί είναι πολύ πιο εύκολο να «πετάξουμε» πληροφορία από την ήδη υπάρχουσα παρά να εφεύρουμε. Το μόνο μειονέκτημα των εικόνων υψηλής ανάλυσης, είναι ότι καταλαμβάνουν μεγαλύτερο χώρο στα αποθηκευτικά μέσα των ψηφιακών μηχανών. Με δεδομένο όμως τα μεγάλα μεγέθη που είναι σήμερα διαθέσιμα, αλλά και τις καλές τιμές με συνεχώς πτωτικές τάσεις, δεν είναι πια ιδιαίτερο πρόβλημα.

    Ένα άλλο σημαντικό πλεονέκτημα που μας δίνουν οι υψηλές αναλύσεις είναι ότι μας δίνουν το περιθώριο του κοψίματος των φωτογραφιών. Αν για παράδειγμα δεν πέτυχε το κάδρο μας, μπορούμε να κόψουμε και να εκτυπώσουμε, μόνο το τμήμα της φωτογραφίας που μας ενδιαφέρει και να έχουμε ακόμη, έναν ικανοποιητικό αριθμό ΜP ώστε να βγει με καλή ποιότητα η φωτογραφία μας. Τέλος, οι μεγάλες αναλύσεις, μας δίνουν τη δυνατότητα να τυπώσουμε σε μεγέθη μεγαλύτερα από το κλασσικό 15×10 εκατοστά όπως ας πούμε A4. Οι τάσεις δείχνουν ότι τα 4MP θα είναι το standard για οικιακή χρήση τα επόμενα χρόνια. Περισσότερα από 4MP είναι μάλλον για τους επαγγελματίες που χρειάζονται να τυπώνουν ακόμα και σε μέγεθος αφίσας και με ακόμα περισσότερα από 300dpi.

    Προσοχή πάντως χρειάζεται, όταν αγοράζουμε ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές, να μην παρασυρθούμε από τα Megapixel και το marketing των εταιριών. Οι γνώστες λένε, ότι τα megapixel είναι το κριτήριο του άσχετου. Αυτό φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με αυτά που γράψαμε παραπάνω, οπότε ας το αναλύσουμε λίγο. Θεωρητικά, όσο μεγαλύτερη είναι η ανάλυση τόσο καλύτερη ευκρίνεια έχουμε. Αυτό ισχύει σε ιδανικές συνθήκες. Όμως στις ψφμ, η ποιότητα τις εικόνας εξαρτάται από πολλούς παράγοντες.

    – Ένας από αυτούς είναι ο αισθητήρας, το «ψηφιακό φιλμ» δηλαδή που καταγράφει το φως. Όσο περισσότερα pixel στριμώχνουμε σε ένα συγκεκριμένο μέγεθος αισθητήρα, τόσο μειώνεται η ευκρίνεια και αυξάνεται ο ψηφιακός (οπτικός) θόρυβος*. Δηλαδή αν έχουμε 2 μηχανές με το ίδιο μέγεθος αισθητήρα, η Α με 6MP και η Β με 10MP, και ίδια τεχνολογία αισθητήρα και λογισμικού παραγωγής εικόνας, το πιο πιθανό είναι αυτή με τα 6MP να παράγει εικόνες καλύτερης ποιότητας από αυτή με τα 10. Στη Β δηλαδή θα έχουμε περισσότερα pixel αλλά όχι τόσο «καθαρή» εικόνα.

    * Θόρυβο στις φωτογραφίες, εννοούμε διάσπαρτα pixel με «τυχαία» χρώματα που μειώνουν την ευκρίνεια της φωτογραφίας.

    – Άλλος πολύ σημαντικός παράγοντας είναι ο φακός της μηχανής. Όσο καλός και να είναι ο αισθητήρας της μηχανής, αν δεν έχει έναν φακό με υψηλή ευκρίνεια και καλά χαρακτηριστικά δεν θα μπορέσει να αποδώσει τα μέγιστα. Δεν είναι της ώρας να αναλύσουμε τα χαρακτηριστικά των φακών. Πολλές πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στο DPGR, στα άρθρα αλλά και στο φόρουμ.

    – Σημαντικό ρόλο παίζει το λογισμικό που χρησιμοποιεί η μηχανή για να παράγει τις τελικές φωτογραφίες. Μία μηχανή μπορεί στην προσπάθειά της να αφαιρέσει το θόρυβο, να επεμβαίνει τόσο δραστικά στη φωτογραφία μας, που αυτή να μοιάζει σαν ζωγραφιά με νερομπογιές (σε ακραίες περιπτώσεις).

    Αυτοί είναι κατά τη γνώμη μου οι σημαντικότεροι παράγοντες. Πώς λοιπόν να επιλέξετε μία μηχανή; Καταρχήν σχεδόν αγνοείστε τα Megapixel. Πλέον (2008) είναι όλες από 6 και πάνω, που υπερεπαρκούν για τις περισσότερες χρήσεις. Έπειτα διαβάστε reviews, γνώμες χρηστών και δείτε δείγματα φωτογραφιών σε παραγματικό μέγεθος. Πολλά sites υπάρχουν στο internet γι’ αυτό το σκοπό. Ξεκινήστε με τα DPGR και dpreview.

    2 Σχόλια to “Ανάλυση οθονών/φωτογραφιών και εκτυπώσεις”

    1. ΓΙΩΡΓΟΣ

      Πάρα πολύ διφωτιστικό. Συγχαρητήρια. Μπράβο

      • fractalbit

        Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Χαίρομαι που σου φάνηκε χρήσιμο…